- ρελιάζω
- Ν [ρέλι]στριφώνω ύφασμα ή ένδυμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρελιάζω — ρελιάζω, ρέλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρελιάζω — ασα, στριφώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορδελιάζω — [κορδέλα] 1. ράβω στην άκρη υφάσματος ή δέρματος κορδέλα, ρελιάζω 2. γαζώνω υποδήματα, ράβω υποδήματα με τη μηχανή … Dictionary of Greek
μαργελώνω — και μαργελλώνω (Μ μαργελώνω) φτειάχνω μαργέλι στην άκρη ενός πράγματος ή ρούχου, σχηματίζω αναδίπλωση στο άκρο φορέματος, στριφώνω, ρελιάζω («μαργελώνω το φόρεμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργελ(λ)ον] … Dictionary of Greek
μπιρμπιλώνω — και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα] 1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες 2. ρελιάζω, στριφώνω … Dictionary of Greek
ρέλιασμα — το Ν [ρελιάζω] η κατασκευή στριφώματος σε ύφασμα ή ένδυμα … Dictionary of Greek
κορδελιάζω — κορδέλιασα, κορδελιάστηκα, κορδελιασμένος 1. στο άκρο υφάσματος ή δέρματος ράβω κορδέλα, ρελιάζω. 2. γαζώνω υποδήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρέλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ρελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φελιάζω — φέλιασα, φελιάστηκα, φελιασμένος 1. προσθέτω με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, ρελιάζω. 2. (για φυτά), μπολιάζω, κεντρίζω, μεταμοσχεύω, κεντρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)